εντατικός

εντατικός
-ή, -ό (AM ἐντατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα»)
2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για ένταση («εντατικός κοχλίας»)
μσν.
(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό
αρχ.
1. αυτός που ερεθίζει για συνουσία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντατικόν
διεγερτικό βοτάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐντατικός — stimulating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που γίνεται ή ενεργεί με ένταση (με έντονη δραστηριότητα): Εντατικό διάβασμα. 2. (για μηχανήματα), που χρησιμεύει για ένταση (τέντωμα). 3. ερεθιστικός, που προκαλεί σεξουαλική διέγερση, διεγερτικός: Εντατικά φάρμακα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντατικά — ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc pl ἐντατικά̱ , ἐντατικός stimulating fem nom/voc/acc dual ἐντατικά̱ , ἐντατικός stimulating fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικώτερον — ἐντατικός stimulating adverbial comp ἐντατικός stimulating masc acc comp sg ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικῶν — ἐντατικός stimulating fem gen pl ἐντατικός stimulating masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικόν — ἐντατικός stimulating masc acc sg ἐντατικός stimulating neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικαῖς — ἐντατικός stimulating fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατικοῖς — ἐντατικός stimulating masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντατική — ἐντατικός stimulating fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”